- βαλανηφαγία
- βᾰλᾰνη-φᾰγία, ἡ,A a living on acorns, Ph.2.409.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
βαλανηφαγία — βαλανηφαγία, η (Α) [βαλανηφάγος] το να τρώει κανείς βαλανίδια … Dictionary of Greek
βαλανηφαγίας — βαλανηφαγίᾱς , βαλανηφαγία a living on acorns fem acc pl βαλανηφαγίᾱς , βαλανηφαγία a living on acorns fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαλανηφαγίαν — βαλανηφαγίᾱν , βαλανηφαγία a living on acorns fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)